εξάφριση

εξάφριση
η [εξαφρίζω]
αφαίρεση τού αφρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • εξαφριστήρας — και εξαφριστής, ο και ξαφριστήρι, το [εξαφρίζω] ειδική κουτάλα με τρύπες για την εξάφριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”